- βαθαίνω
- και βαθύνω (Α βαθύνω)1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύςνεοελλ.(για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωσηαρχ.1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος2. προσπαθώ ν' αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία πραγμάτων ή εννοιών, εμβαθύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαθυνω < επίθ. βαθύς, ενώ το νεοελλ. βαθαίνω είναι μεταπλασμένος τ. του βαθύνω (πρβλ. αλαφρύνω-αλαφραίνω, απαλύνω-απαλαίνω, βαρύνω-βαραίνω, πληθύνω-πληθαίνω κ.ά.).ΣΥΝΘ. εμβαθύνω- αρχ. προσβαθύνω].
Dictionary of Greek. 2013.